ψαρόλαδο

ψαρόλαδο
το
είδος λαδιού που βγαίνει από το σώμα ορισμένων ψαριών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψαρόλαδο — το, Ν ιχθυέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + λάδι] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυέλαιο — το ζωικό έλαιο που λαμβάνεται μετά από κατεργασία μερών τού σώματος ορισμένων ψαριών, ψαρόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + έλαιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Ν. Λεβαδέα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”